κατήφεια

κατήφεια
κατήφεια, ας, ἡ (s. next entry; Hom. et al.; Dionys. Hal.; Plut.; Philo, Spec. Leg. 3, 193; Jos., Ant. 13, 406; 19, 260) gloominess, dejection (Chariton 6, 8, 3; 7, 3, 3; cp. Plut., Mor. 528e τ. κατήφειαν ὁρίζονται λύπην κάτω βλέπειν ποιοῦσαν ‘they define κ. as sorrow that makes one look down’. Sim., Etym. Mag. 496, 53) μετατραπήτω … ἡ χαρὰ εἰς κ. let your joy be turned into gloominess Js 4:9.—DELG s.v. κατηφής. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατηφείᾳ — κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφεια — dejection fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηφείας — κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl (epic ionic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείαις — κατήφεια dejection fem dat pl κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείης — κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείῃσιν — κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφειαι — κατήφεια dejection fem nom/voc pl κατήφεια dejection fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείη — κατήφεια dejection fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείην — κατήφεια dejection fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”